- ἐπίκερας
- ἐπίκερας, τό,A = τῆλις, Hp. ap. Gal.19.99.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίκερας — ἐπίκερας και ἐπικέρας, το (Α) [κέρας] ονομασία φαρμακευτικού φυτού … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
υπόκερας — έραος και συνηρ. τ. ερως, ὁ, ἡ, τὸ, Α αυτός που έχει κέρας αποκάτω («τὸ γὰρ ὑπόκερας καὶ τὸ σὺν τῷ χαλκώματι περιηχικώτερα», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κέρας (πρβλ. ἐπίκερας)] … Dictionary of Greek